αυτοσχεδιαστικός

αυτοσχεδιαστικός
αὐτοσχεδιαστικός, -ή, -ό (Α) [αυτοσχεδιάζω]
αυτός που χαρακτηρίζεται από αυτοσχεδιασμό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αὐτοσχεδιαστικούς — αὐτοσχεδιαστικός extemporary masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιαστικῆς — αὐτοσχεδιαστικός extemporary fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐτοσχεδιαστικήν — αὐτοσχεδιαστικός extemporary fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετεροφωνία — η (Α ἑτεροφωνία) η διαφορά τόνου, ήχου, φωνής νεοελλ. 1. το να μιλά κάποιος διαφορετική γλώσσα, η αλλοφωνία 2. ιατρ. ανώμαλη φωνή, παθολογικός φωνητικός διχασμός μερικών ατόμων που εκφέρουν φωνή συγχρόνως σε δύο τόνους 3. μουσ. αυτοσχεδιαστικός… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”